- εξαίσιος
- -α, -ο (AM ἐξαίσιος, -ον και ἐξαίσιος, -α, -ον) [αίσιος]1. έξοχος, θαυμάσιος («εξαίσιο ταξίδι»)2. (επίρρ. εξαίσια και εξαισίωςπάρα πολύ, πολύ ωραία, υπέροχανεοελλ.γοητευτικός («εξαίσιο παρουσιαστικό»)αρχ.-μσν.εκπληκτικός, ασυνήθιστοςαρχ.1. άδικος, ανόσιος («Θέτιδος δ' ἐξαίσιον ἀρὴν πᾱσαν ἐπικρήνειε», Ομ. Ιλ.)2. (για οιωνό) δυσοίωνος3. σφοδρός, ορμητικός («ἐπιπνεῡσαι νότον μέγαν τε καὶ ἐξαίσιον», Ηρόδ.)4. μεγάλος, ισχυρός («χειμών ἐξαίσιος», Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.